- ορυχή
- η (Α ὀρυχή) [ορύσσω]όρυξηαρχ.(για χοίρο) εκσκαφή γης με το ρύγχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρυχῇ — ὀρυχή snout fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυχή — snout fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυχῆς — ὀρυχή snout fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυχήν — ὀρυχή snout fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
овраг — род. п. а, др. русск. врагъ (Сузд. летоп. под 1373 г., Двинск. грам. ХV в.; см. Соболевский, ниже), болг. овраг. Как правило, исходят из *вьрагъ от виръ ключ (вод.), стремнина (в реке) , вьрѣти бить ключом (см. Соболевский, РФВ 66, 346 и сл.;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
όρυξη — όρυξη, η και ορυχή, η η πράξη και το αποτέλεσμα του ορύσσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
reu-2, reu̯ǝ- : rū̆ - — reu 2, reu̯ǝ : rū̆ English meaning: to tear out, dig out, open, acquire, etc.. Deutsche Übersetzung: “aufreißen, graben, aufwũhlen; ausreißen; raffen” Grammatical information: participle perf. pass. rū̆ tó Note: to part, as… … Proto-Indo-European etymological dictionary